- ετήσιος
- -α, -ο (ΑΜ ἐτήσιος, -ον, Α ιων. τ. ἐτήσιος, -ία (-ίη), -ον) [έτος]1. αυτός που διαρκεί ένα έτος («πένθος ἐτήσιον», Ευρ.)2. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο (α. «ετήσιες εξετάσεις» β. «ἐτησίους θυσίας», Θουκ.)νεοελλ.(για μισθό, εισοδήματα κ.λπ.) ο ενός έτους, αυτός που δίνεται ή υπολογίζεται για όλο τον χρόνοαρχ.1. (για άρχοντες) αυτός που βρίσκεται στην αρχή για έναν χρόνο2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐτήσιονετησίως, κατ' έτος.επίρρ...ετησίως (ΑΜ ἐτησίως)1. κατ' έτος, κάθε χρόνο2. στη διάρκεια ενός έτους.
Dictionary of Greek. 2013.